- μογγοῦ
- μογγόςwith a hoarsemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гоугънивыи — (15) пр. Гугнивый, гнусавый: луче ѥсть за˫акливу и гугниву быти. разумьну сущю. и искусну. ли ˫аже кыпѣти напрасно подобно рѣцѣ ѹчениѥ. ПНЧ XIV, 185в; и гугнива суща ѹ˫асни. (τὸν μογιλάλον) ФСт XIV, 87в; в роли с.: и ˫аснъ будеть ˫азыкъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ευφήμιος — (; – Άγκυρα 511 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (489 495). Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατριάρχη Φραβίτα και διοίκησε με μετριοπάθεια την Εκκλησία. Το 495, με αφορμή την ποινή της καθαίρεσης που είχε επιβάλει εναντίον του μονοφυσίτη πατριάρχη… … Dictionary of Greek